ξιφουλκώ

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek Monolingual

-έω
σύρω, τραβώ το ξίφος από τη θήκη, ξεσπαθώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ουλκῶ (< -ουλκός < ἕλκω), πρβλ. ρυμουλκώ].