ξυλάγκαθο

From LSJ

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source

Greek Monolingual

το, και ξυλαγκάθα, η
βοτ. κοινή ονομασία θαμνωδών και αγκαθωτών φυτών.