ξυλένιος

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465

Greek Monolingual

-ια, -ιο
1. ξύλινος
2. μτφ. (για πρόσ.) ψηλός, λεπτός και άχαρος σαν ξύλο.