άχαρος

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο χάρη
αυτός που δεν έχει χάρη, ο άκομψος, ο άσχημος.
(II)
-η, -ο χαρά ή χαίρομαι]
1. αυτός που δεν δοκιμάζει ή δεν δοκίμασε χαρά, ο δύστυχος
2. όποιος δεν φέρνει χαρά, ο θλιβερός
3. (σε κατάρα) εκείνος που μακάρι να μη νιώσει χαρά.