ξυλολυχνούχος

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source

Greek Monolingual

ξυλολυχνοῦχος, ὁ (Α)
ξύλινος λυχνοστάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + λυχνοῦχος «λυχνοστάτης»].