κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue
ξυλολυχνοῦχος, ὁ (Α)ξύλινος λυχνοστάτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + λυχνοῦχος «λυχνοστάτης»].