ξυλοπύριος

From LSJ

Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!

Source

Greek Monolingual

ξυλοπύριος, -ον (Α)
σχετικός με την υποδοχή ή την εκσφενδόνηση φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πύριος (< πῦρ, πυρός)].