οβριμόγυιος

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

ὀβριμόγυιος, -ον (Α)
(για κήτος) αυτός που έχει ισχυρά μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + -γυιος (< γυῖον «μέλος σώματος»), πρβλ. μονόγυιος].