οδοφύλακας
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
ο (ΑΜ ὁδοφύλαξ)
ο φύλακας τών οδών, των δρόμων
μσν.
ληστής που στήνει ενέδρες στους δρόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + φύλαξ, -ακος].