οιδίσκω

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source

Greek Monolingual

οἰδίσκω (Α)
οιδαίνω, εξογκώνω, φουσκώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οιδώ].