οικάριον

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

οἰκάριον, τὸ (Α) οίκος
οικίσκος, μικρό βοηθητικό οίκημα δίπλα στο κύριο κτίσμα, παράσπιτο («εἰς τὸ οἰκάριον τὸ ὄπισθε τῆς γυναικωνίτιδος», Λυσ.).