οἰκάριον
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of οἶκος, Lys.Fr.81.
German (Pape)
[Seite 298] τό, dim. von οἶκος, Häuschen, Zimmerchen, Lys. frg. bei Poll. 9, 39.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ οἶκος, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 39.
Greek Monolingual
οἰκάριον, τὸ (Α) οίκος
οικίσκος, μικρό βοηθητικό οίκημα δίπλα στο κύριο κτίσμα, παράσπιτο («εἰς τὸ οἰκάριον τὸ ὄπισθε τῆς γυναικωνίτιδος», Λυσ.).