οἰκάριον

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκάριον Medium diacritics: οἰκάριον Low diacritics: οικάριον Capitals: ΟΙΚΑΡΙΟΝ
Transliteration A: oikárion Transliteration B: oikarion Transliteration C: oikarion Beta Code: oi)ka/rion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of οἶκος, Lys.Fr.81.

German (Pape)

[Seite 298] τό, dim. von οἶκος, Häuschen, Zimmerchen, Lys. frg. bei Poll. 9, 39.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ οἶκος, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 39.

Greek Monolingual

οἰκάριον, τὸ (Α) οίκος
οικίσκος, μικρό βοηθητικό οίκημα δίπλα στο κύριο κτίσμα, παράσπιτο («εἰς τὸ οἰκάριον τὸ ὄπισθε τῆς γυναικωνίτιδος», Λυσ.).