οινόμετρο
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
το
όργανο που χρησιμοποιείται για την εύρεση της περιεκτικότητας του οίνου σε οινόπνευμα, αλλ. οινοπνευματόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + μέτρον. Η λ., στον λόγιο τ. οἰνόμετρον, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].