ολιγάρκεια
From LSJ
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀλιγάρκεια, Α και ὀλιγαρκία) ολιγαρκής
η ιδιότητα του ολιγαρκούς, η ικανοποίηση με τα λίγα, το να αρκείται κανείς σε λίγα.