ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision
ὀλιγοεργής, -ές (Α)(για το σώμα) αυτός που έχει μικρή δύναμη («τὸ σῶμα ὀλιγοεργές ἐστι», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -εργής (< ἔργον), πρβλ. πολυεργής].