ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
ὀλιγοφαής, -ές (Α)αυτός που φωτίζει λίγο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-), + -φαής (< φάος), πρβλ. λευκοφαής].