ολιγόκαινο
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
Greek Monolingual
το
γεωλ. μεγάλη παγκόσμια υποδιαίρεση τριτογενούς περιόδου και τών πετρωμάτων της, που προηγείται του μειοκαίνου και έπεται του ηωκαίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. oligocene < ολιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + καινός. Η λ., στον λόγιο τ. ὀλιγόκαινον, μαρτυρείται από το 1890 στον Κ. Μητσόπουλο].