ολυμπίας

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source

Greek Monolingual

ὀλυμπίας, ὁ (Α) Ολυμπία
(στη Λέσβο και την Εύβοια) βορειοδυτικός άνεμος που πνέει, συνήθως, πριν και μετά από τη χειμερινή περίοδο από τη μεσογειακή πλευρά της Θεσσαλίας.