ομαδάρχης

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ισσα
1. επικεφαλής ομάδας
2. αρχηγός στρατιωτικής ομάδας στο πεζικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομάδα + -άρχης].