ομαδάρχης

From LSJ

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ισσα
1. επικεφαλής ομάδας
2. αρχηγός στρατιωτικής ομάδας στο πεζικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομάδα + -άρχης].