ομοιόσχημος

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμοιόσχημος, -ον)
αυτός που έχει το ίδιο σχήμα με έναν άλλο, ομοιόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -σχημος (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλό-σχημος].