ομοιόσχημος
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμοιόσχημος, -ον)
αυτός που έχει το ίδιο σχήμα με έναν άλλο, ομοιόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -σχημος (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλό-σχημος].