ὁμοιόσχημος

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιόσχημος Medium diacritics: ὁμοιόσχημος Low diacritics: ομοιόσχημος Capitals: ΟΜΟΙΟΣΧΗΜΟΣ
Transliteration A: homoióschēmos Transliteration B: homoioschēmos Transliteration C: omoioschimos Beta Code: o(moio/sxhmos

English (LSJ)

ὁμοιόσχημον, v. ὁμοιοσχήμων.

German (Pape)

[Seite 336] = ὁμοιοσχήμων, Sp., wie Apoll. de pron. 347 a.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμοιόσχημος, -ον)
αυτός που έχει το ίδιο σχήμα με έναν άλλο, ομοιόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -σχημος (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλό-σχημος].