ὁμοιόσχημος
From LSJ
English (LSJ)
ὁμοιόσχημον, v. ὁμοιοσχήμων.
German (Pape)
[Seite 336] = ὁμοιοσχήμων, Sp., wie Apoll. de pron. 347 a.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμοιόσχημος, -ον)
αυτός που έχει το ίδιο σχήμα με έναν άλλο, ομοιόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -σχημος (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλό-σχημος].