ομοιόχωρος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
ὁμοιόχωρος, -ον (Α)
αυτός που καταλαμβάνει όμοιο χώρο με έναν άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + χῶρος.
ὁμοιόχωρος, -ον (Α)
αυτός που καταλαμβάνει όμοιο χώρο με έναν άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + χῶρος.