ομοιόχωρος

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source

Greek Monolingual

ὁμοιόχωρος, -ον (Α)
αυτός που καταλαμβάνει όμοιο χώρο με έναν άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + χῶρος.