Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ομοιόχωρος

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698

Greek Monolingual

ὁμοιόχωρος, -ον (Α)
αυτός που καταλαμβάνει όμοιο χώρο με έναν άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + χῶρος.