τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal
ὁμοιόχωρος, -ον (Α)αυτός που καταλαμβάνει όμοιο χώρο με έναν άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + χῶρος.