πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea
ὁμοιόχωρος, -ον (Α)αυτός που καταλαμβάνει όμοιο χώρο με έναν άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + χῶρος.