ομοιόχωρος

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source

Greek Monolingual

ὁμοιόχωρος, -ον (Α)
αυτός που καταλαμβάνει όμοιο χώρο με έναν άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + χῶρος.