Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
όμορφος
1. καθιστώ κάποιον ή κάτι όμορφο, εξωραΐζω («κι ο ήλιος όλα τα ομορφαίνει», Παλαμ.)
2. γίνομαι όμορφος ή ομορφότερος («μεγάλωσε και ομόρφηνε»).