ομοφλεγής

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435

Greek Monolingual

ὁμοφλεγής, -ές (Α)
αυτός που καίει, που φλέγει εκ παραλλήλου ή αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φλεγης (< φλέγος < φλέγω), πρβλ. κοσμοφλεγής].