ομοφλεγής

From LSJ

ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil

Source

Greek Monolingual

ὁμοφλεγής, -ές (Α)
αυτός που καίει, που φλέγει εκ παραλλήλου ή αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φλεγης (< φλέγος < φλέγω), πρβλ. κοσμοφλεγής].