ὁμοφλεγής
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
ὁμοφλεγές, burning together or at once, θάλασσα ib.6.220.
German (Pape)
[Seite 341] ές, zugleich brennend, Nonn. 6, 220.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοφλεγής: -ές, ὁ καίων ὁμοῦ ἢ ἐν τῷ ἅμα, Νόνν. Δ. 6. 220.
Greek Monolingual
ὁμοφλεγής, -ές (Α)
αυτός που καίει, που φλέγει εκ παραλλήλου ή αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φλεγης (< φλέγος < φλέγω), πρβλ. κοσμοφλεγής].