Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'
ὀμφαλιστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)εργαλείο για την αποκοπή του ομφάλιου λώρου τών βρεφών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + κατάλ. -τήρ, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. ὀμφαλίζω (πρβλ. βραχιονιστήρ)].