θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
ὁμόκαπος, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. οἱ ὁμόκαποι
συνδαιτημόνες, ομοτράπεζοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κάπη «φάτνη, θέση για τροφή ζώων»].