ομόκαπος

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265

Greek Monolingual

ὁμόκαπος, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. οἱ ὁμόκαποι
συνδαιτημόνες, ομοτράπεζοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κάπη «φάτνη, θέση για τροφή ζώων»].