ονόχειλος

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

ὀνόχειλος, ἡ (ΑΜ)
το φυτό ονοχειλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + χεῖλος.