οξυκαμπής

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source

Greek Monolingual

ὀξυκαμπής, -ές (Α)
(για άγκιστρο) αυτός που έχει οξεία καμπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -καμπής (< καμπή), πρβλ. ευκαμπής].