κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
ὀξυκαμπής, -ές (Α)(για άγκιστρο) αυτός που έχει οξεία καμπή.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -καμπής (< καμπή), πρβλ. ευκαμπής].