άγκιστρο
From LSJ
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
Greek Monolingual
το (Α ἄγκιστρον)
1. αλιευτικό όργανο, το αγκίστρι
2. γάντζος, αρπάγη, τσιγκέλι
3. αγκιστροειδής βελόνα της μηχανής τών βιβλιοδετών, με την οποία ανασύρουν την κλωστή
4. Μαθημ. τα σύμβολα {, }, που χρησιμοποιούνται κυρίως στη θεωρία τών συνόλων για να γράφουμε ανάμεσα τους τα στοιχεία ενός συνόλου, π.χ. Α={1, 2, 3}
αρχ.
1. ο γάντζος του αδραχτιού
2. χειρουργικό εργαλείο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Από την ίδια ρίζα με τά ἄγκος, ἀγκάλη.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγκιστρεύω, ἀγκίστριον, ἀγκιστροῦμαι, ἀγκιστρώδης
νεοελλ.
αγκιστρώνω.
ΣΥΝΘ. ἀγκιστροειδής
νεοελλ.
αγκιστροποιός, αγκιστροφόρος].