οξυτονία

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source

Greek Monolingual

η οξύτονος
ο τονισμός μιας λέξης στη λήγουσα με οξεία.