οξύτονος
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὀξύτονος, -ον)
1. (για ήχο), οξύς, διαπεραστικός («ὀξυτόνων γόων», Σοφ.)
2. (για λέξη) αυτή που τονίζεται στη λήγουσα με οξεία
αρχ.
1. αυτός που άδεται σε οξύ τόνο
2. το ουδ. ως ουσ. το ὀξύτονον- (πιθ. γρφ. αντί οξύγονον) είδος φυτού.
επίρρ.
οξυτόνως (ΑΜ ὀξυτόνως)
με οξύ τόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. βαρύ-τονος].