οπωροπώλης
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὀπωροπώλης, Α θηλ. ὀπωρόπωλις, -ιδος)
αυτός που πουλά οπώρες, μανάβης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -πώλης].