οργανοκρούστης

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

Greek Monolingual

ο
μουσικός που παίζει εκκλησιαστικό όργανο, ο οργανιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όργανο + κρούστης (< κρούω)].