Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οργασμός

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10

Greek Monolingual

(I)
ο (Α οργασμός) οργώ
το ανώτατο σημείο γενετήσιας διέγερσης και ικανοποίησης σε ανθρώπους και ζώα
νεοελλ.
1. μτφ. ακατάσχετη ορμή, πολύ μεγάλη δραστηριότηταοικοδομικός οργασμός»)
2. φρ. «οργασμός της φύσης» — μεγάλη ανάπτυξη της βλάστησης.
(II)
ὀργασμός, ὁ (Α) οργάζω
πιθ. μάλαξη, μάλαγμα.