Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οργάζω

From LSJ

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source

Greek Monolingual

ὀργάζω (ΑΜ)
κάνω κάτι μαλακό με κατεργασία (α. «πηλὸν ὀργάζειν χεροῑν», Σοφ.
β. «oἱ τοὺς χάλικας δηλαδὴ παραφοροῦν τες καὶ τὸν πηλὸν ἢ τὸν τίτανον ὀργαζόμενοι», Ευστ.)
αρχ.
παθ. ὀργάζομαι
(για κερί) λειώνω, τήκομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀργάζω παράγεται από τον τ. ἐόργη «μαγειρικό σκεύος, κουτάλα» (< -Fόργᾱ με προθεματικό φωνήεν ή < -Fόργᾱ με διπλασιασμό), που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα werg- «κάνω» (πρβλ. έργο, έρδω)].