μάλαξη

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source

Greek Monolingual

η (AM μάλαξις) μαλάσσω
το να γίνεται κάτι μαλακό, μαλάκυνση, μαλάκωμα, απάλυνση
νεοελλ.
συν. στον πληθ. οι μαλάξεις
σύνολο χειρισμών που εκτελούνται με το χέρι επάνω στο δέρμα και, διά μέσου αυτού, στους μυς, στους τένοντες, στους ορογόνους θυλάκους, στους συνδέσμους, στις αρθρικές κάψες, στα στοιχεία τών οστών, ακόμη και στα σπλάγχνα, και οι οποίοι επενεργούν σε όλο το κινητήριο σύστημα καθώς και στις μείζονες φυσιολογικές λειτουργίες εξυπηρετώντας θεραπευτικούς, αισθητικούς και υγιεινούς σκοπούς, αλλ. μασάζ
αρχ.
φρ. «μάλαξις τροφῆς» — πέψη, χώνευση.