ορεκτός
μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you
Greek Monolingual
ὀρεκτός, -ή, -όν (ΑΜ) ορέγω
επιθυμητός
αρχ.
1. αυτός που εκτείνεται, που απλώνεται («ὀρεκτῇσιν μελίῃσιν» — με ακόντια με τα οποία μπορεί κανείς να φθάσει τον εχθρό από κοντά, δηλ. προτείνοντάς τα από κοντά, όχι ρίχνοντάς τα από μακριά, Ομ. Ιλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀρεκτόν
το αντικείμενο της όρεξης, της επιθυμίας.