Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.
-ή, -ό (Α ὀρθοπνοϊκός, -ή, -όν) ορθόπνοια1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορθόπνοια2. αυτός που πάσχει από ορθόπνοια.