ορνεόμαντις

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source

Greek Monolingual

ὀρνεόμαντις, -εως, ὁ (Α)
αυτός που προβλέπει το μέλλον από την παρατήρηση της πτήσης τών ορνέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + μάντις.