ορχηστύς

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

ὀρχηστύς, -ύος, ἡ (Α)
ιων. τ. όρχηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρχησ- του ὀρχοῦμαι «χορεύω», πρβλ. απρμφ. αορ. ὀρχήσ-α-σθαι + επίθημα -τύς (πρβλ. μνηστύς). Η λ. ορχηστύς αναφέρεται κυρίως στην τέχνη του χορού και διακρίνεται από το ὄρχησις, που αναφέρεται στην πράξη του χορού].