εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
ὀρχοτομῶ, -έω (ΑΜ)ευνουχίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχις (ΙΙ) + συνδετικό φωνήεν -ο- + -τομῶ (< -τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμοτομώ].