οστεοειδής

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

-ές
1. ο όμοιος με οστό
2. φρ. «οστεοειδής ιστός» — ιστός που μοιάζει με οστίτη ιστό, αλλά δεν είναι τελείως όμοιος με αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -ειδής].