οστεοθήκη
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
η
1. ξύλινο ή μεταλλικό κιβώτιο στο οποίο φυλάσσονται τα οστά ανακομιζόμενων νεκρών
2. οικοδόμημα στο οποίο αποτίθενται τα οστά νεκρών.