οστοποιητικός

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

ὀστοποιητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που διαπλάσσει οστά, οστεοποιητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ποιῶ].