ουλοτριχώ

From LSJ

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source

Greek Monolingual

οὐλοτριχῶ, -έω (Α) ουλότριχος
έχω σγουρά μαλλιά («τοὺς Ἰνδοὺς μὴ οὐλοτριχεῖν», Στράβ.).